λαχανοκομία

λαχανοκομία
η
κλάδος της βοτανικής που ασχολείται με τη μελέτη και την καλλιέργεια των λαχανικών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • φυτόχωμα — το, Ν (γεωπ.) μίγμα χώματος ή αδρανών υλικών με αποσυντεθειμένες ή υποκείμενες σε αποσύνθεση οργανικές ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, το οποίο χρησιμοποιείται ως βελτιωτικό τού εδάφους στη λαχανοκομία και την ανθοκομία …   Dictionary of Greek

  • Καρελία — (Kareliya). Αυτόνομη δημοκρατία (172.400 τ. χλμ., 756.400 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Ρωσίας με πρωτεύουσα το Πετροζαβόσκ (Petrozavodsk, 282.100 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Δ με τη Φιλανδία και στα Β βρέχεται από τη Λευκή θάλασσα. Ιδρύθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”